προσάπτομαι

προσάπτομαι
προσάπτω
fasten to
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσάπτω — ΝΜΑ και δωρ. τ. προτιάπτω Α [ἅπτω] 1. προσαρτώ κάτι σε κάτι άλλο, προσκολλώ («τούτων μὲν ὦν ἔχεις χεροῑν τύμβῳ προσάψης μηδέν», Σοφ.) 2. επισυνάπτω («τὸ ἀντίγραφον... προσήψαμεν», πάπ.) 3. μτφ. (με αρνητική σημ.) καταλογίζω κάτι εις βάρος κάποιου …   Dictionary of Greek

  • προσαφή — ἡ, Α [προσάπτομαι] επαφή («τὰ φύλλα ἔχει χνοῡν ὑπότραχυν κατὰ τὴν προσαφὴν κνησμὸν ἐμποιοῡντα», Διοσκ.) …   Dictionary of Greek

  • προσεπιμάσσομαι — Μ ανακατεύω επί πλέον κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιμάσσομαι «εφάπτομαι, προσάπτομαι»] …   Dictionary of Greek

  • προσμηχανώμαι — άομαι, Α [μηχανῶμαι] 1. μηχανεύομαι, επινοώ κάτι με έντεχνο τρόπο 2. παθ. προσάπτομαι, προσαρμόζομαι με τεχνικό τρόπο πάνω σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”